- αδάνειστος
- -η, -ο (Α ἀδάνειστος, -ον) [δανείζω]νεοελλ.1. αυτός που δεν δόθηκε ή δεν είναι δυνατόν να δοθεί ως δάνειο σε κάποιον2. αυτός που δεν ζήτησε ή δεν πήρε δάνειο από κάποιον3. αυτός που δεν δίνει δάνεια, που δεν δανείζειαρχ.αυτός που δεν έχει κατατεθεί ως εγγύηση.
Dictionary of Greek. 2013.